- δίσκος
- Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό σκεύος και η ανάπτυξη της διακοσμητικής τέχνης τούς προσέδωσε πιο κομψή μορφή. Τώρα κατασκευάζονται από χρυσό, ασήμι και άλλα μέταλλα, καθώς και από γυαλί που διακοσμείται με σχέδια και παραστάσεις. Υπάρχουν επίσης και δ. από ξύλο, με σχέδια που ακολουθούν την τεχνοτροπία της εποχής. Το σχήμα του δ. είναι συνήθως στρογγυλό, μακρόστενο, τετράγωνο ή οβάλ. Ορισμένες φορές ο δ. έχει δύο λαβές, που άλλοτε είναι ενιαίες με το σκεύος και άλλοτε πρόσθετες.
Βενετσιάνικος δίσκος.
* * *ο (AM δίσκος)1. στρογγυλή πλάκα, πέτρινη ή μεταλλική, εξογκωμένη στο κέντρο, κατάλληλη για ρίψη2. δισκοβολία3. κάθε αντικείμενο πού έχει (έστω και φαινομενικά) το σχήμα δίσκου («ηλιακός δίσκος»)μσν.- νεοελλ.εκκλ. «άγιος δίσκος» — το δισκοειδές λειτουργικό σκεύος όπου τοποθετείται ο άγιος άρτος, δισκάριονεοελλ.1. μετάλλινο επίπεδο σκεύος με το οποίο προσφέρουν γλυκά, αναψυκτικά κ.λπ.2. μετάλλινο στρογγυλό σκεύος που περιφέρεται για έρανο στη διάρκεια τής θείας λειτουργίας3. κάθε σκεύος για συλλογή εράνων4. έρανος5. πλάκα κλισιοσκοπίου πυροβόλου για τη μέτρηση αποστάσεων6. τμήμα ζυγού, πλάστιγγας κ.λπ., ταμπλάς7. η πλάκα τού γραμμοφώνου8. φρ. α) «δίσκος ωρολογίου» η πλάκα τού ρολογιού όπου αναγράφονται οι ώρεςβ) «δίσκος σημάτων» — μεταλλική πλάκα με διαφορετικό χρώμα σε κάθε πλευρά για να δείχνει με την εναλλαγή τών χρωμάτων αν η σιδηροδρομική γραμμή είναι ελεύθερημσν.λειψανοθήκηαρχ.1. στρογγυλός καθρέφτης2. κουδούνι3. το φυτό νεκράνθεμο, νεκρολούλουδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < *δικσκος < (θ.) δικ- τού δικείν* + (επίθημα) -σκος. Υπετέθη ότι θα πρέπει να υπήρχε ενεστ. *δίσκω (πρβλ. βόσκω, βοσκός].
Dictionary of Greek. 2013.